- γεφυρῶ
- γεφῡρῶ , γεφυρόωdam uppres subj act 1st sgγεφῡρῶ , γεφυρόωdam uppres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεφυρώ — ( όω) (AM) βλ. γεφυρώνω … Dictionary of Greek
γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι … Dictionary of Greek
γεφυρωτής — ο (Α γεφυρωτής) [γεφυρώ] γεφυροποιός … Dictionary of Greek
γεφυρώνω — (AM γεφυρῶ, όω) [γέφυρα] 1. κατασκευάζω ή τοποθετώ γέφυρα πάνω από αδιάβατο μέρος, δημιουργώ πέρασμα 2. συνδέω, συμφιλιώνω απόψεις που διίστανται, συμβιβάζω μεσολαβώντας αρχ. 1. κατασκευάζω φράγμα, ανάχωμα 2. συντελώ με τη μεσολάβησή μου στην… … Dictionary of Greek
γεφύρωμα — το (AM γεφύρωμα) [γεφυρώ] η γέφυρα νεοελλ. η γεφύρωση* … Dictionary of Greek
γεφύρωση — η (AM γεφύρωσις) [γεφυρώ] η σύνδεση, ζεύξη δύο οχθών με γέφυρα νεοελλ. η προσέγγιση διαφορετικών απόψεων αρχ. σύστημα γεφυρών … Dictionary of Greek